βινητιώ

βινητιώ
βινητιῶ (-άω) (Α)
έχω σφοδρή επιθυμία για συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό του ρ. βινώ* που σχηματίζεται με την επιθηματική επαύξηση -ητιάω, -ώ (πρβλ. μαθητιάω, -ώ, ωνητιάω, -ώ) από ονόματα σε -ητ(ής) και το επίθημα -ιάω που αποσπάστηκε από ρήματα που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. εμετιάω, -ώ, ιλιγγιάω -ώ κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πασχητιώ — άω Α κατέχομαι από επιθυμία να έλθω σε σαρκική μίξη, ιδίως παρά φύσιν. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό τού ρ. πάσχω*, που σχηματίστηκε με την επιθηματική επαύξηση ητιάω / ητιῶ (πρβλ. μαθητιῶ, βινητιῶ) από ονόματα σε ητ(ής) και το επίθημα ιάω, που αποσπάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • σύβαξ — ακος, ό, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «σύβακα συώδη». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σύβακα, όπως και οι τ. συβάλλας* και σύβας*, είναι τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων που δεν συνδέονται με το λατ. subo «οχεύω, βινητιώ», όπως υποστήριξαν ορισμένοι, αλλά κατά την… …   Dictionary of Greek

  • υποβινητιώ — άω, Α διεγείρω σεξουαλικά («βρώματα ὑποβινητιώντα», Μέν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βινητιῶ «διεγείρω σεξουαλικά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”