- βινητιώ
- βινητιῶ (-άω) (Α)έχω σφοδρή επιθυμία για συνουσία.[ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό του ρ. βινώ* που σχηματίζεται με την επιθηματική επαύξηση -ητιάω, -ώ (πρβλ. μαθητιάω, -ώ, ωνητιάω, -ώ) από ονόματα σε -ητ(ής) και το επίθημα -ιάω που αποσπάστηκε από ρήματα που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. εμετιάω, -ώ, ιλιγγιάω -ώ κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.